κακόκεφος

κακόκεφος
η , ο не в настроении, в плохом настроении

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κακόκεφος" в других словарях:

  • κακόκεφος — η, ο άκεφος, δύσθυμος, κατσουφιασμένος: Διασκέδασεκαι μη δείχνεις κακόκεφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακόκεφος — η, ο δύσθυμος, άκεφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κέφι] …   Dictionary of Greek

  • κακοκεφιάζω — [κακόκεφος] είμαι κακόκεφος, έχω ακεφιά, δυσθυμία …   Dictionary of Greek

  • άμικτος — η, ο (Α ἄμικτος, ον) 1. αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον 2. αμιγής, καθαρός αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, ακοινώνητος, αγροίκος, άγριος 2. σκυθρωπός, κατηφής, κακόκεφος 3. αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • αναποδιάζω — [ανάποδα] Ι. (μτβ.) 1. γυρίζω τα επάνω προς τα κάτω, στρέφω κάτι ανάποδα, αναστρέφω 2. (για ρούχα) αντιστρέφω την κύρια όψη παρουσιάζοντας την ανάποδη 3. προξενώ εμπόδια, δυσκολεύω μια κατάσταση 4. επιφέρω σύγχυση, «τά κάνω άνω κάτω» 5. αλλάζω,… …   Dictionary of Greek

  • ανόρεκτος — κ. ανόρεχτος, η, ο (Α ἀνόρεκτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει όρεξη για φαγητό 2. απρόθυμος, κακόκεφος, κακοδιάθετος νεοελλ. (Σημειολ.) αυτός που πάσχει από ανορεξία αρχ. (με παθ. σημ.) ανεπιθύμητος …   Dictionary of Greek

  • δυσθυμώ — (Α δυσθυμῶ, έω) είμαι δύσθυμος, κακόκεφος …   Dictionary of Greek

  • δύσθυμος — η, ο (AM δύσθυμος, ον) βαρύθυμος, κακόκεφος, μελαγχολικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. το δύσθυμον η δυσθυμία …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακοκεφιά — η [κακόκεφος] δυσθυμία, ακεφιά …   Dictionary of Greek

  • κακόθυμος — η, ο (Α κακόθυμος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακή διάθεση, βαρύθυμος, κακόκεφος, άκεφος αρχ. ο κακώς διατεθειμένος, ο δυσμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θυμος (< θυμός), πρβλ. γλυκύ θυμος, οξύ θυμος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»